... Ανήμερα Δεκαπενταύγουστο βρέθηκα στη Διποταμιά, ένα ακριτικό χωριό του νομού Καστοριάς. Είχα επισκεφτεί αρχές Αυγούστου το Μύριχο για την ετήσια γιορτή φασολιού κι άρχισα να ρωτάω όποιον έβρισκα για τα παραδοσιακά πανηγύρια της περιοχής.
Ήξερα για το τριήμερο βλάχικο πανηγύρι στη Βλάστη με τον τρανό χορό, αλλά ήθελα κάτι που δε μου ήταν οικείο. Και βέβαια ουδόλως ενδιαφερόμουν για βραδινά πανηγύρια σε υπαίθρια αυτοσχέδια μαγαζιά με σουβλάκια, λουκάνικα, καντίνες, σύννεφα καπνού και τσίκνας, λουκουμάδες σε χιλιοτηγανισμένο λάδι και κινέζους πλανόδιους μικροπωλητές.
Αληθινό πανηγύρι ήθελα, σε πλατεία μετά την λειτουργία, με καζάνια που βράζουν ολονυχτίς, βουνά από ντομάτες και κρεμμύδια που περιμένουν να γίνουν σαλάτες, εκατοντάδες πιατάκια με φέτα να περιμένουν τους νέους του χωριού να φτιάξουν αλυσίδα σερβίροντας, την απαραίτητη λαχειοφόρο για τα έξοδα και τον παπά να βάζει “Ευλογητός ” πριν πάρουν φωτιά τα μαχαιροπήρουνα. Πολλά θέλω θα μου πεις. Γιατί όχι; Αφού, συνήθως, τα καταφέρνω.
Έτσι έμαθα για τη Διποταμιά και αποφάσισα να πάω μόλις άκουσα ότι φτιάχνουν κεσκέκι. Έστιν ουν κεσκέκι, παραδοσιακό ποντιακό φαγητό που φτιάχνεται με κρέας και κορκότο ή πλιγούρι. Ήξερα ότι στο χωριό υπάρχει και δραστηριοποιείται συνεταιρισμός γυναικών, τις εξαιρετικές πίτες των οποίων δοκιμάσαμε σε ξενώνα της περιοχής. Λίγο μακριά ήταν βέβαια το χωριό, πολλές οι στροφές, λίγες οι πινακίδες, άσε τα θερισμένα χωράφια και τις μπάλες με άχυρο που σταματάγαμε να φωτογραφήσει κάθε τρεις και λίγο ο ακριβός μου. Με τούτα και μ' εκείνα όταν φτάσαμε στο προαύλιο της εκκλησίας βρήκαμε τις γυναίκες να μαζεύουν τα τελευταία απομεινάρια του πανηγυρικού γεύματος.
Ευγενέστατες και φιλόξενες προσφέρθηκαν να μας σερβίρουν κρέας γιαχνί με πατάτες που είχε περισσέψει. Έλα όμως που εμένα μου είχε κολλήσει το κεσκέκι. Να κάνω τόσο δρόμο και να μην το μυρίσω καν; Μια γλυκύτατη κυρία που διέγνωσε την απογοήτευσή μου άνοιξε το ψυγείο και μου έδωσε ένα μπωλάκι με κεσκέκι που είχε φυλάξει.
Πώς να ευχαριστήσεις τέτοιους ανθρώπους, πώς να ανταποδώσεις τη φιλοξενία, το γέλιο, την προθυμία; Έτσι είμαστε οι Έλληνες, όσο κι αν το ξεχνάμε ή μας κάνουν να το ξεχνάμε και να αμφιβάλλουμε.
Κάτω στην πλατεία του χωριού και πάλι, άνοιξαν για μας το πρατήριο με τα προϊόντα του συνεταιρισμού, που είναι νεοσύστατος και οργανώνεται μέρα με τη μέρα. Αγοράσαμε βαθυπράσινο λικέρ αρμπαρόριζας και βαθυκόκκινο κράνου, ιφκάδες, σιρόν και κορκότο.
Μου δώσαν και τη συνταγή για τον ξακουστό “τανωμένον σορβά ”, που θα φτιάξω σε πρώτη ευκαιρία. Προηγείται όμως το δικό μου σπιτικό κεσκέκι ...
Κεσκέκι με κορκότο
υλικά:
μισή χωριάτικη κότα
1,5 κούπα κορκότο ή πλιγούρι
1 μεγάλο κρεμμύδι χοντροκομμένο
λίγο άσπρο κρασί
ζωμός κότας ή ζεστό νερό
αλάτι, πιπέρι
1 κουταλιά βούτυρο ή μαργαρίνη
Κόβουμε την κότα σε κομμάτια και τη ροδίζουμε σε λίγο λάδι και δυνατή φωτιά, γυρνώντας τα κομμάτια 2-3 φορές.
Χαμηλώνουμε τη φωτιά και προσθέτουμε το κρεμμύδι.
Ανακατεύουμε για να μην πιάσει το κρεμμύδι και, μόλις αλλάξει χρώμα, σβήνουμε με λίγο άσπρο κρασί.
Μόλις το κρασί εξατμιστεί προσθέτουμε ζωμό ή νερό μέχρι να καλυφθεί το κρέας, αλατοπιπερώνουμε, χαμηλώνουμε τη φωτιά στο ελάχιστο, σκεπάζουμε την κατσαρόλα και σιγοβράζουμε μέχρι να λυώσει το κρέας.
Αν χρειαστεί, ξαφρίζουμε με κουτάλι.
Βγάζουμε τα κομμάτια του κρέατος από την κατσαρόλα και προσθέτουμε στο ζουμί το κορκότο.
Ανακατεύουμε και μόλις πάρει βράση σκεπάζουμε την κατσαρόλα και σιγοβράζουμε ανακατεύοντας τακτικά και προσθέτοντας, αν χρειάζεται, λίγο επιπλέον ζεστό νερό ή ζωμό.
Το φαγητό είναι έτοιμο όταν το κορκότο φουσκώσει και χυλώσει, χωρίς να στεγνώσει.
Τότε προσθέτουμε το βούτυρο ή τη μαργαρίνη κι ανακατεύουμε καλά να λυώσει και να πάει παντού.
Ξεψαχνίζουμε το στήθος της κότας και το ρίχνουμε στην κατσαρόλα.
Αποσύρουμε από τη φωτιά, σκεπάζουμε την κατσαρόλα με μια πετσέτα και αφήνουμε το φαγητό να ηρεμήσει και να “τραβήξει”.
Σερβίρουμε με τα υπόλοιπα κομμάτια της κότας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου