… Και Βικέντιος και Βαν Γκογκ.
Ο ζωγράφος που διάλεξα για αγαπημένο μου απ’ τον πρώτο κιόλας πίνακά του που είδα, πιτσιρίκι στο δημοτικό. Οι παράξενες γραμμές που στροβιλίζονταν, τα έντονα χρώματα που δεν έμοιαζαν με τίποτε απ’ όσα είχα μέχρι τότε δει, το σκοτεινό, δυσοίωνο, μελαγχολικό βλέμμα απ’ το οποίο πέρναγαν για να γίνουν εικόνα, αποφάσισα ότι μου ταίριαζαν και τον ανακήρυξα χωρίς δεύτερη σκέψη αγαπημένο μου ζωγράφο.
Γνώμη που καθόλου δεν άλλαξε – μάλλον ισχυροποιήθηκε – με τα χρόνια, ακόμη κι αν οι εικαστικές μου γνώσεις διευρύνθηκαν και τα οπτικά μου ερεθίσματα επίσης.
Απ’ όταν μάλιστα, πιτσιρίκι ακόμη, διάβασα και τη βιογραφία του από τον Ίρβινγκ Στόουν – ένα παλιό χαρτόδετο βιβλίο που και σήμερα κατέχει περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου – η λατρεία μου προς το μοναχικό, βασανισμένο και αυτοκαταστροφικό ζωγράφο παγιώθηκε.
Υπομονετικά έφτιαξα όσα παζλ με πίνακές του βρήκα, πασχίζοντας αδιαμαρτύρητα να βρω άκρη με τα 3.000 πανομοιότυπα κομμάτια που σχηματίζουν τις ίριδές του, αγόρασα κατά καιρούς από το ηλεκτρονικό πωλητήριο του μουσείου του τα λίγα που μου επέτρεπαν τα οικονομικά μου και πάντα, πριν κοιμηθώ το βράδυ, τα μάτια μου τριγυρίζουν πάνω απ’ τα σπαρμένα χωράφια του, που καλύπτουν έναν ολόκληρο τοίχο απέναντι απ’ το κρεβάτι μου.
Κι απ’ όλα του τα χρώματα το αγαπημένο μου είναι το κίτρινο. Εκείνο το εκτυφλωτικό κίτρινο της Αρλ, που χάριζε απλόχερα ο ήλιος της Προβηγκίας και που πολλαπλασίαζαν, σαν πρίσμα, τα μάτια του ζωγράφου.
Αυτό το κίτρινο μου θύμισε μια ινδική συνταγή για κουνουπίδι με κάρυ. Κι έφερε λαμπρό φως σε μια βροχερή, κρύα και μουντή μέρα του ατέλειωτου φετινού χειμώνα που μασκαρεύτηκε, ανεπιτυχώς μέχρι σήμερα, σε άνοιξη…
Ο ζωγράφος που διάλεξα για αγαπημένο μου απ’ τον πρώτο κιόλας πίνακά του που είδα, πιτσιρίκι στο δημοτικό. Οι παράξενες γραμμές που στροβιλίζονταν, τα έντονα χρώματα που δεν έμοιαζαν με τίποτε απ’ όσα είχα μέχρι τότε δει, το σκοτεινό, δυσοίωνο, μελαγχολικό βλέμμα απ’ το οποίο πέρναγαν για να γίνουν εικόνα, αποφάσισα ότι μου ταίριαζαν και τον ανακήρυξα χωρίς δεύτερη σκέψη αγαπημένο μου ζωγράφο.
Γνώμη που καθόλου δεν άλλαξε – μάλλον ισχυροποιήθηκε – με τα χρόνια, ακόμη κι αν οι εικαστικές μου γνώσεις διευρύνθηκαν και τα οπτικά μου ερεθίσματα επίσης.
Απ’ όταν μάλιστα, πιτσιρίκι ακόμη, διάβασα και τη βιογραφία του από τον Ίρβινγκ Στόουν – ένα παλιό χαρτόδετο βιβλίο που και σήμερα κατέχει περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου – η λατρεία μου προς το μοναχικό, βασανισμένο και αυτοκαταστροφικό ζωγράφο παγιώθηκε.
Υπομονετικά έφτιαξα όσα παζλ με πίνακές του βρήκα, πασχίζοντας αδιαμαρτύρητα να βρω άκρη με τα 3.000 πανομοιότυπα κομμάτια που σχηματίζουν τις ίριδές του, αγόρασα κατά καιρούς από το ηλεκτρονικό πωλητήριο του μουσείου του τα λίγα που μου επέτρεπαν τα οικονομικά μου και πάντα, πριν κοιμηθώ το βράδυ, τα μάτια μου τριγυρίζουν πάνω απ’ τα σπαρμένα χωράφια του, που καλύπτουν έναν ολόκληρο τοίχο απέναντι απ’ το κρεβάτι μου.
Κι απ’ όλα του τα χρώματα το αγαπημένο μου είναι το κίτρινο. Εκείνο το εκτυφλωτικό κίτρινο της Αρλ, που χάριζε απλόχερα ο ήλιος της Προβηγκίας και που πολλαπλασίαζαν, σαν πρίσμα, τα μάτια του ζωγράφου.
Αυτό το κίτρινο μου θύμισε μια ινδική συνταγή για κουνουπίδι με κάρυ. Κι έφερε λαμπρό φως σε μια βροχερή, κρύα και μουντή μέρα του ατέλειωτου φετινού χειμώνα που μασκαρεύτηκε, ανεπιτυχώς μέχρι σήμερα, σε άνοιξη…
Κουνουπίδι με κάρυ και κουρκουμά
υλικά:
1 μέτριο κουνουπίδι (600 γ. περίπου)
2 κρεμμύδια
1 σκελίδα σκόρδο
1 κονσέρβα (400 γρ. ντοματάκια κονκασέ)
1 κουταλιά κάρυ
1 κουτ. γλ. κουρκουμάς (κιτρινόριζα)
σιναπόσπορος (ή 1 κουτ. γλ. μουστάρδα)
τριμμένο φρέσκο τζίντζερ (ή σκόνη)
150 γρ. στραγγιστό γιαούρτι
2 κουταλιές σόγια σος
1 κουτ. γλ. αλεύρι
αλάτι, πιπέρι
φρέσκος κόλιαντρος (ή μαϊντανός)
Κόβουμε το κουνουπίδι σε μπουκετάκια, το πλένουμε και το στραγγίζουμε.
Αν έχουμε σιναπόσπορο, ζεσταίνουμε λίγο λάδι σε βαθύ τηγάνι ή σωτέζα και τον σωτάρουμε μέχρι ν’ αρχίσει να μοσχοβολάει.
Διαφορετικά ξεκινάμε με το κουνουπίδι και βάζουμε στη σάλτσα, μαζί με τα άλλα καρυκεύματα, μουστάρδα (απλή ή με κόκκους).
Ροδίζουμε καλά το κουνουπίδι στο λάδι, μέχρι να πάρει χρώμα απ’ όλες τις πλευρές.
Ροδίζουμε καλά το κουνουπίδι στο λάδι, μέχρι να πάρει χρώμα απ’ όλες τις πλευρές.
Ρίχνουμε το κρεμμύδι χοντροκομμένο και το σκόρδο σε φετάκια και τα σωτάρουμε όλα μαζί σε μέτρια φωτιά για 5΄.
Προσθέτουμε ένα-ένα τα καρυκεύματα (κάρυ, κουρκουμά, μουστάρδα, τζίντζερ, ξερό κόλιαντρο) και ρίχνουμε ελάχιστο νερό, για να διαλυθούν.
Ανακατεύουμε κουνώντας το τηγάνι και μόλις το κουνουπίδι πάρει ένα ομοιόμορφο χρώμα, σημάδι ότι τα καρυκεύματα διαλύθηκαν καλά και απλώθηκαν παντού ομοιόμορφα, ρίχνουμε τα ντοματάκια και τη σόγια σως.
Σκεπάζουμε το σκεύος και σιγομαγειρεύουμε για 20΄ περίπου, ή μέχρι να μαλακώσει το κουνουπίδι. Αν χρειαστεί, προσθέτουμε ελάχιστο νερό.
Ανακατεύουμε κουνώντας το τηγάνι και μόλις το κουνουπίδι πάρει ένα ομοιόμορφο χρώμα, σημάδι ότι τα καρυκεύματα διαλύθηκαν καλά και απλώθηκαν παντού ομοιόμορφα, ρίχνουμε τα ντοματάκια και τη σόγια σως.
Σκεπάζουμε το σκεύος και σιγομαγειρεύουμε για 20΄ περίπου, ή μέχρι να μαλακώσει το κουνουπίδι. Αν χρειαστεί, προσθέτουμε ελάχιστο νερό.
Αποσύρουμε το φαγητό από τη φωτιά και το αφήνουμε να κρυώσει για 5΄.
Ανακατεύουμε το γιαούρτι με το αλεύρι, αλατοπιπερώνουμε και το ρίχνουμε στο κουνουπίδι.
Ανακατεύουμε απαλά με κουτάλα ή κουνώντας τη σωτέζα.
Σερβίρουμε το κουνουπίδι πασπαλισμένο με ψιλοκομμένο κόλιαντρο ή μαϊντανό.
Σερβίρουμε το κουνουπίδι πασπαλισμένο με ψιλοκομμένο κόλιαντρο ή μαϊντανό.
Τρώγεται ωραιότατα σκέτο, με φρέσκο ψωμί που κάνει μακροβούτια στη σάλτσα, αλλά ιδανικά συνοδεύεται από μπασμάτι.
- Ο φρέσκος κόλιαντρος είναι από τα συστατικά που δε λείπουν από τα ινδικά πιάτα. Επειδή ποτέ δε βρίσκω, τον αντικαθιστώ με φρέσκο μαϊντανό στο σερβίρισμα και ξερό κόλιαντρο στο μαγείρεμα.
- Το αφήγημα με τίτλο «Έναν άντρα που τον λένε και Βικέντιο και Βαν Γκογκ» συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο της Ζυράννας Ζατέλη “Ηδονή στον κρόταφο” (Καστανιώτης, 2011).
- Αρκετά από τα είδη που πωλούνται στο μουσείο Van Gogh (κυρίως γραφική ύλη, κούπες και αξεσουάρ) μπορούμε να βρούμε και στην αλυσίδα πολιτισμού IANOS.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου