Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

Φέρνε βόλτες στο Φερνέ ...

 ... Για την ακρίβεια στην ανοιχτή αγορά του Ferney-Voltaire, γιατί λαϊκή δεν τη λες. Κι αν τη λες, σίγουρα είναι για λαούς διαφορετικούς, που είναι μαζί λαός και Κολωνάκι. Εγώ προς το παρόν απλώς περιδιαβαίνω την αγορά κάτω από το βλέμμα του πατριάρχη της περιοχής Βολταίρου, που στηρίζεται στο μπαστούνι του και γέρνει στον ανδριάντα του χαζεύοντας τους περαστικούς, σε μια προσπάθεια να διασκεδάσει την αφόρητη πλήξη και τις ατέλειωτες ώρες μεγαλοπρεπούς ακινησίας.

 

 

 

 
Ανοιχτή αγορά παραγωγών θα τη χαρακτήριζα κι έχει ατέλειωτες ουρές μπροστά στους πάγκους με τα δεκάδες ντόπια τυριά, σ' εκείνους που πουλάνε κρέατα και πουλερικά και στους αγαπημένους μου φάτε μάτια ψάρια. Γιγάντιες τσιπούρες με 35 ευρώ το κιλό, γαρίδες κάθε μεγέθους αλλά όχι για κάθε βαλάντιο, θαλασσινά και όστρακα που μας ένωσε ένα σύντομο πάθος και χωρίσαμε χωρίς κακία. Το αυτό και με τη λαχταριστή παέγια που ήταν η κατάληξή τους.




Κι ύστερα είναι τα λαχανικά, βρίσκεις σχεδόν τα πάντα εκτός από κανονικές ντομάτες και χόρτα. Πιπεριές στα 4,5 ευρώ, πολύχρωμες ντομάτες στα 7, μανιτάρια βγαλμένα από το μεγάλο οδηγό του μανιταροσυλλέκτη, τις ωραιότερες πατάτες που έχω δει ποτέ, αγκινάρες, ρίζες, ραπάνια, κολοκύθες, γλυκοπατάτες. Παραδίπλα τα φρούτα, όλων των εποχών και χωρών. Μανταρίνια μαζί με φράουλες, σταφύλια και μούρα, αβοκάντο, ακτινίδια και σύκα, όλα με το κομμάτι. Πώς έλεγε ο Χατζηχρήστος μπουκιά και πλερέζα; Μπουκιά και ευρώ.

 

 

Και μέλι βρίσκεις και σπιτικές μαρμελάδες, λικέρ και γαλακτοκομικά, ζυμωτά ψωμιά μικρών παραγωγών, δεκάδες είδη ελιάς με προεξάρχουσα την ιδιαίτερα δημοφιλή Καλαμών και βανάκια με σούβλες που ψήνουν από κοτόπουλα μέχρι κομμάτια από γουρουνόπουλα.

 



Όλα τα είδα, τίποτε δεν ψώνισα μέχρι να φτάσω στους πάγκους με τα έθνικ φαγητά. Οι βιετναμέζοι κοστολογούσαν πανάκριβα ακόμη και τα σπρινγκ-ρολλς τους, από κοντά κι οι ινδοί με το κάρυ και τα σαμόσας τους κι ένας τούρκος πουλούσε τον ιτσλί κιοφτέ για 3,5 ευρώ το κομμάτι και μικρά τρίγωνα μπουρεκάκια προς 3 ευρώ το ένα.
Καρφί δε μου κάηκε γι' αυτά, όταν όμως έφτασα στο βαν των Ιταλών λύγισα.
 Απέναντί μου στεκόταν και με κοιτούσαν αγέρωχα τα αραντσίνι του Μονταλμπάνο. Με σπεκ, με σπανάκι, με τομάτα-μοτσαρέλα και με μπολωνέζ.
Στη φιλική τιμή των 10 ευρώ τα 3 κομμάτια. Εδώ τα έδωσα και είπα κι ευχαριστώ, δε χάνεις τέτοια ευκαιρία ακόμη κι αν δεν μπορείς να τα φας.

 

 

 

 Όπως δεν αντιστάθηκα και μπροστά στη γιαγιά που ταχυδακτυλουργικά άνοιγε επιτόπου φύλλο για γκιοζλεμέ κι έφτιαχνε καυτερό λαχματζούν και γκιοζλεμέ με τυρί και σπανάκι. Απ' όλα πήραμε κι ακόμη σάντουιτς με μικρά κεμπάπ.





Κι επειδή στιγμή δεν παραπονέθηκα που τίποτε απ' αυτά δε θα έτρωγα κι ούτε ζήλεψα που οι άλλοι καταβρόχθιζαν λαχματζούν και αραντσίνι ενώ εγώ τρέφομαι αποκλειστικά με βρεφικά γεύματα χωρίς γλουτένη και αλάτι, ανταμείφθηκα.
 Και βρέθηκε μπροστά μου ένα τόσος δα πάγκος, μ' έναν τόσο δα ηλικιωμένο κύριο που είχε τοσαδά μακαρόν sans gluten et sans lactose. Μου έδειξε τα σχετικά πιστοποιητικά, με κέρασε ευγενέστατα
να δοκιμάσω και περίμενε υπομονετικά να διαλέξω, κάτι που δεν είναι και το πιο απλό πράγμα για μένα, όπως καλώς γνωρίζουν όσοι με γνωρίζουν.

 

 

 

Παρότι δε μου αρέσουν τα μακαρόν, κατενθουσιασμένη πήρα με βανίλια, αλμυρή καραμέλα, φραμπουάζ, δαμάσκηνο και είπα και χίλια μερσί. 

 

 

 

  Ας είναι καλά ο άνθρωπος, δοκίμασα επιτέλους κι εγώ μια γαλλική γεύση. Και αποφάσισα ότι εφεξής μου αρέσουν τα μακαρόν. Ή έστω η ανάμνησή τους.

 

 








 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου