… If it walks like a duck and it quacks like a duck it must be a duck, λέει η γνωστή αγγλική ρήση. Τουτέστιν, αν περπατάει σαν πάπια και κάνει κουάκ-κουάκ σαν πάπια, τότε θα πρέπει να είναι πάπια.
Ή μήπως όχι; Ρίξε μια ματιά στα γλυκάκια μου, τα κανταϊφάκια μου. Μπορεί να ξεγελιούνται μάτι και μυαλό από μια πλανεύτρα οφθαλμαπάτη, μια φάτα μοργκάνα αληθινή;
Γιατί αυτά που βλέπεις –φευ- μονάχα μοιάζουν με κανταϊφάκια. Είναι ένα ταπεινό κι αυτοσχέδιο υποκατάστατο, η μεθαδόνη της χρόνια εθισμένης -και νυν δυσανεκτικής- στα ξανθιώτικα σιροπιαστά, σε σαραγλιά και κιουνεφέδες, μπακλαβάδες, κανταΐφες και ουρί θεοτικά*.
Φτιαγμένα με πολύ λεπτά ρυζομακάρονα, απέχουν έτη φωτός από τη γεύση του κανταϊφιού. Όμως η εικόνα τους είναι τόσο παρήγορα οικεία και κοντινή, που σε κάνει να ξεχνάς τα υπόλοιπα και να αφήνεσαι στη (ρυζο)μακάρια ψευδαίσθηση …
“Κανταϊφάκια” με ρυζομακάρονα
υλικά:
ρυζομακάρονα (rice noodles)
καρύδια
ζάχαρη
κανέλλα, γαρύφαλλο
Για το σιρόπι:
1 κούπα ζάχαρη
1 κούπα νερό
κανελλόξυλο
χυμός λεμονιού
Βράζουμε τα ρυζομακάρονα μέχρι να μαλακώσουν καλά, τα στραγγίζουμε και τα αφήνουμε να κρυώσουν ελαφρά.
Αλέθουμε στο multi τα καρύδια και τα ανακατεύουμε με μια κουταλιά καστανή ζάχαρη και κανελλογαρύφαλλο.
Παίρνουμε στο χέρι μας λίγα ρυζομακάρονα, βάζουμε στην άκρη μισό κουταλάκι από το μείγμα του καρυδιού και τυλίγουμε προσεκτικά, χωρίς να σφίξουμε πολύ το ρολό. Αραδιάζουμε τα κανταϊφάκια σε βουτυρωμένο πυρίμαχο σκεύος.
Βάζουμε πάνω σε κάθε ρολό λίγο βούτυρο ή μαργαρίνη. Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο, στους 180 βαθμούς κελσίου, για 20΄ περίπου, ή μέχρι να πάρουν λίγο χρώμα και να τραγανίσουν χωρίς να παραψηθούν.
Σιροπιάζουμε τα κανταϊφάκια με ζεστό σιρόπι μόλις βγουν από το φούρνο.
Τα αφήνουμε να τραβήξουν το σιρόπι και να μαλακώσουν και μπορούμε επιτέλους να τα φάμε.
* Από τα τραγούδια του Καραγκιόζη,
του Σταμάτη Κραουνάκη και του Γιάννη Κακουλίδη:
Πιο παλιά τα μεσημέρια
κάτι αγόρια στα πανέρια πούλαγαν την ερημιά
κρύβαν λόγια της αγάπης
Βεληγκέκας και Αράπης τα καλύτερα κορμιά
μια φωνή γλυκιά σκορπίζαν τα γραμμόφωνα
τ’ άστρα θα γκρεμίσω μα δε θα σ’ αφήσω
σκλάβα του μαχαραγιά, αχ Ζαΐρα μου
Βγαίναν Τρίτωνες και νύμφες
μπακλαβάδες κανταΐφες και ουρί θεοτικά
Πίναν έρωτα στριγκλίζαν
και γελάγαν και καπνίζαν με μια πίπα ασημιά
Θέλει κι η καρδιά να κλαίει στα κασετόφωνα
μόνη της για μια χούφτα γιασεμιά
σημάδι και ζημιά του κόσμου η ερημιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου