… Γιαλαντζί: ο ψεύτης και κατ’ επέκτασιν ο ψεύτικος, ο πλαστός, ο δήθεν. Ο ψευδεπίγραφος για να στο πω απλά. Όπως οι γνωστοί ντολμάδες, ψεύτικοι γιατί δεν έχουν κρέας. Όπως ο γιαλαντζί ντερβίσης – μα ψευτόμαγκας ο Προύσαλης βρε αψηλή τσιριμπίμ τσιριμπόμ; Το πιο χαρακτηριστικό παιδί της πιάτσας;
Πολλές συνταγές θα μπορούσα να σου βρω, κατάλληλες λόγω της ημέρας Αντωνάκη μου, που δοξάζει το ψεύδος.
Κορυφαία τα γιαλαντζί ντολμαδάκια, κι ακολουθούν μια ψευτομπουγάτσα σπιτική, ένα σαν μιλφέιγ (ντεμέκ θα τό ’λεγε ο άντρας μου), ένα σαν προφιτερόλ, μια ψευτόσουπα έκτακτης ανάγκης, ένα ψεύτικο αρνάκι ν’ αντικαταστήσει στο θυσιαστήριο τον αμνό του Πάσχα, ένα σαν τυρόψωμο και πάει λέγοντας και ψεύδοντας.
Κορυφαία τα γιαλαντζί ντολμαδάκια, κι ακολουθούν μια ψευτομπουγάτσα σπιτική, ένα σαν μιλφέιγ (ντεμέκ θα τό ’λεγε ο άντρας μου), ένα σαν προφιτερόλ, μια ψευτόσουπα έκτακτης ανάγκης, ένα ψεύτικο αρνάκι ν’ αντικαταστήσει στο θυσιαστήριο τον αμνό του Πάσχα, ένα σαν τυρόψωμο και πάει λέγοντας και ψεύδοντας.
Δε θέλω όμως να σου δείξω συνταγές σήμερα αλλά κάτι άλλο ψεύτικο, που για μένα αξίζει όσο κι ένα αληθινό. Θέλω να σου δείξω το κοτέτσι μου, αυτό που φτιάχνω στο καθιστικό μου και σηματοδοτεί το τέλος του χειμώνα.
Γιατί όταν μπουχτίσω πια από το κρύο, τη βροχή και τους αέρηδες, όταν βαρεθώ τα ξύλα και τις στάχτες και αποφασίσω ότι αρκετά πια με το χειμώνα κι είναι καιρός να έρθει η άνοιξη, όταν εκδώσω τη σχετική ημερήσια διαταγή στην οποία ο καιρός συμμορφώνεται ή και όχι, ανάλογα με τα γούστα του αλλά εμένα δε με νοιάζει καθόλου, τότε το τζάκι μας μεταμορφώνεται σε κοτέτσι. Ή σαν κοτέτσι.
Πρώτα καθαρίζω πολύ καλά το τζάκι, αφήνοντας για το καλό λίγη στάχτη για του χρόνου. Να ξανανάψει το τζάκι πάνω στην παλιά στάχτη, να παντρευτεί με την καινούρια, νά ’χουμε συνέχεια, σύνδεση και ροή του χρόνου. Κι αφού το καθαρίσω, στρώνω εφημερίδες και σακούλες κι έχω έτοιμο το έδαφος για τη σπορά.
Απλώνω μπόλικο ψεύτικο άχυρο, απ’ αυτό που πουλάνε στα μαγαζιά με είδη διακόσμησης και συσκευασίας, κι επάνω του εγκαθιστώ τις κότες και τον κόκκορά μου. Κι από κοντά τα κλωσσόπουλα, τις φωλιές με τ’ αυγά, πεντέξι σαλιγκάρια.
Κι από μπροστά το φράχτη, να τις φυλάει από ξεπορτίσματα, αλεπούδες και κλεφτοκοτάδες. Με τα λουλούδια του τ’ ανθισμένα, τις περικοκλάδες που θα κρεμάσω αργότερα, τα γλαστράκια γύρω-γύρω, όλα σαν εικόνα από παλιό αλφαβητάρι του δημοτικού, σα να βγήκε απ’ τα καλά παιδιά -α τι α τατά για τους επαΐοντες …
Γιατί όταν μπουχτίσω πια από το κρύο, τη βροχή και τους αέρηδες, όταν βαρεθώ τα ξύλα και τις στάχτες και αποφασίσω ότι αρκετά πια με το χειμώνα κι είναι καιρός να έρθει η άνοιξη, όταν εκδώσω τη σχετική ημερήσια διαταγή στην οποία ο καιρός συμμορφώνεται ή και όχι, ανάλογα με τα γούστα του αλλά εμένα δε με νοιάζει καθόλου, τότε το τζάκι μας μεταμορφώνεται σε κοτέτσι. Ή σαν κοτέτσι.
Πρώτα καθαρίζω πολύ καλά το τζάκι, αφήνοντας για το καλό λίγη στάχτη για του χρόνου. Να ξανανάψει το τζάκι πάνω στην παλιά στάχτη, να παντρευτεί με την καινούρια, νά ’χουμε συνέχεια, σύνδεση και ροή του χρόνου. Κι αφού το καθαρίσω, στρώνω εφημερίδες και σακούλες κι έχω έτοιμο το έδαφος για τη σπορά.
Απλώνω μπόλικο ψεύτικο άχυρο, απ’ αυτό που πουλάνε στα μαγαζιά με είδη διακόσμησης και συσκευασίας, κι επάνω του εγκαθιστώ τις κότες και τον κόκκορά μου. Κι από κοντά τα κλωσσόπουλα, τις φωλιές με τ’ αυγά, πεντέξι σαλιγκάρια.
Κι από μπροστά το φράχτη, να τις φυλάει από ξεπορτίσματα, αλεπούδες και κλεφτοκοτάδες. Με τα λουλούδια του τ’ ανθισμένα, τις περικοκλάδες που θα κρεμάσω αργότερα, τα γλαστράκια γύρω-γύρω, όλα σαν εικόνα από παλιό αλφαβητάρι του δημοτικού, σα να βγήκε απ’ τα καλά παιδιά -α τι α τατά για τους επαΐοντες …
Κοτέτσι από τζάκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου