… Παρότι πέρναγα τα καλοκαίρια μου σε χωριό όταν ήμουν παιδί, δεν μπορώ να πω ότι έχω έντονα βιώματα κι αναμνήσεις από τη ζωή στο χωριό. Μπορεί να έκανα γκεστ εμφανίσεις όταν ξεφλούσαμε και ξεσπυρίζαμε καλαμπόκια, να τάιζα τις κότες – σπάνια και χωρίς μεγάλη προθυμία είναι η αλήθεια, μια και μισοφοβόμουν έτσι που χύμαγαν όλες μαζί και μισοσιχαινόμουν όπως τίναζαν τα φτερά τους και σήκωναν σύννεφο τη σκόνη, να έφτιαχνα με την πηρούνα μπάλες από φρεσκοκομμένο χορτάρι μόνο και μόνο για να ανασαίνω τη μυρωδιά που με τρέλαινε, αλλά μέχρις εκεί.
Ούτε σε ποτάμι ψάρευα, ούτε στις διώρυγες πλατσούριζα, ούτε αυγά μάζευα ή ζαρζαβάτια απ’ το μπαξέ, ούτε έφτιαχνα δεσίματα για να πιάνω καραβίδες με τα χέρια.
Θυμάμαι όμως τη γεύση τους, τη μυρωδιά τους όταν έβραζαν σε ξέχειλες κατσαρόλες γιαγιάδων και θειάδων, το κατακόκκινο χρώμα τους, την αψάδα της ρίγανης και το λαδολέμονο που έμεναν στο πιάτο και βουτούσαμε κομμάτες ψωμί.
Καθαροδευτεριάτικα τα θυμήθηκα όλα αυτά, καθώς ταλαντευόμουνα ανάμεσα στο να πάρω ή όχι καραβίδες του γλυκού νερού. Ζωντανές ήταν οι δόλιες και δυστυχώς γι’ αυτές υπερίσχυσε αυτή τη φορά η γευστική μνήμη …
Ούτε σε ποτάμι ψάρευα, ούτε στις διώρυγες πλατσούριζα, ούτε αυγά μάζευα ή ζαρζαβάτια απ’ το μπαξέ, ούτε έφτιαχνα δεσίματα για να πιάνω καραβίδες με τα χέρια.
Θυμάμαι όμως τη γεύση τους, τη μυρωδιά τους όταν έβραζαν σε ξέχειλες κατσαρόλες γιαγιάδων και θειάδων, το κατακόκκινο χρώμα τους, την αψάδα της ρίγανης και το λαδολέμονο που έμεναν στο πιάτο και βουτούσαμε κομμάτες ψωμί.
Καθαροδευτεριάτικα τα θυμήθηκα όλα αυτά, καθώς ταλαντευόμουνα ανάμεσα στο να πάρω ή όχι καραβίδες του γλυκού νερού. Ζωντανές ήταν οι δόλιες και δυστυχώς γι’ αυτές υπερίσχυσε αυτή τη φορά η γευστική μνήμη …
Βάζουμε τις καραβίδες σε λεκάνη με νερό και τις πλένουμε.
Βάζουμε νερό να βράσει σε μεγάλη κατσαρόλα, ρίχνουμε αλάτι και, αν θέλουμε, ρίγανη και λίγο λάδι και ρίχνουμε τις καραβίδες.
Το χρώμα τους αλλάζει από καφέ σε ζωηρό κόκκινο. Βράζουμε για 5΄ περίπου και στραγγίζουμε ή τις αφαιρούμε με τρυπητή κουτάλα.
Σερβίρουμε με λίγο λεμόνι ή λαδολέμονο, τρώγονται όμως και σκέτες, αν δε θέλουμε να καλύψουμε τη γεύση τους.
Κι επειδή ο Μάρτιος μας έφτασε κι είμαστε παραδοσιακοί τύποι, φοράμε μαρτίτσι στο χέρι. ΜΑΡΤΙΤΣΙ, όχι μαρτάκι που προσπαθούν να μας επιβάλουν οι έμποροι. Μαρτάκη εμείς ξέραμε έναν ευειδέστατο νεαρό, πάλαι ποτέ εκκολαπτόμενο ποπ είδωλο, καλλίμορφο μεν, φευ ουδόλως καλλικέλαδο …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου