… Κάποιος γιορτάζει, πού να ξέρω. Δεν είμ' εγώ βρε παιδιά …
Δε μ’ αρέσουν οι γιορτές, το παραδέχομαι. Ούτε οι ονομαστικές, ούτε τα γενέθλια.
Αυτός ο καταιγισμός ευχών, ανεδαφικών ως επί το πλείστον – εξαιρετικά με ενοχλεί η υπερβολή στο να τα χιλιάσεις, ούτε καν ο Μαθουσάλας που είχε και το Θεό μπάρμπα δεν τα κατάφερε, τα αδιάκοπα τηλεφωνήματα, συχνά από ανθρώπους που σε θυμούνται άπαξ ετησίως, η διάθεση που οφείλει να είναι εορταστική κι ανεβασμένη –όλα αυτά μου πέφτουν πολλά για να τα διαχειριστώ.
Αυτός ο καταιγισμός ευχών, ανεδαφικών ως επί το πλείστον – εξαιρετικά με ενοχλεί η υπερβολή στο να τα χιλιάσεις, ούτε καν ο Μαθουσάλας που είχε και το Θεό μπάρμπα δεν τα κατάφερε, τα αδιάκοπα τηλεφωνήματα, συχνά από ανθρώπους που σε θυμούνται άπαξ ετησίως, η διάθεση που οφείλει να είναι εορταστική κι ανεβασμένη –όλα αυτά μου πέφτουν πολλά για να τα διαχειριστώ.
Φέτος λοιπόν, αποφάσισα να κάνω κάτι διαφορετικό, κάτι που για χρόνια ήθελα. Να επισκεφτώ τη Μαυρολεύκη Δράμας για να δω από κοντά τα Αναστενάρια που γίνονται ανήμερα του Αγ. Κωνσταντίνου.
Πρώτη εικόνα, η εικόνα ενός παζαριού. Πλανόδιοι με μπαλόνια, καντίνες που βγάζουν τσίκνα και καπνό, φορτηγάκια που πουλούν από τυριά μέχρι μέλι και ελιές – κάπως πιο κατανυκτικό και ήσυχο περίμενα το περιβάλλον.
Κατευθυνόμαστε προς το κονάκι: οι αναστενάρηδες φορούν στο λαιμό τους κόκκινα μαντήλια με ραμμένα τάματα και προετοιμάζονται για την τελετουργία που θ’ ακολουθήσει. Λύρες παίζουν ακατάπαυστα ένα σκοπό και δύο μεγάλα τύμπανα χτυπούν ρυθμικά.
Στις 8 η πομπή κατευθύνεται προς το χώρο της πυροβασίας. Κάνουν ένα γύρο και θυμιατίζουν τα ξύλα, που είναι στημένα σα θημωνιά. Τα ανάβουν και ξαναγυρνούν στο κονάκι.
Μόλις καούν τα ξύλα, τα σπάζουν με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια σε μικρά κομμάτια και στρώνουν τα κάρβουνα ομοιόμορφα.
Όλα είναι έτοιμα, η νύχτα έπεσε και τα πυρωμένα κάρβουνα λαμπυρίζουν στο σκοτάδι. Η πομπή εμφανίζεται.
Όλα είναι έτοιμα, η νύχτα έπεσε και τα πυρωμένα κάρβουνα λαμπυρίζουν στο σκοτάδι. Η πομπή εμφανίζεται.
Έχουν όλοι τα πόδια τους γυμνά και κατευθύνονται προς τα κάρβουνα με την εικόνα να προπορεύεται.
Υπάρχει μια ένταση στην ατμόσφαιρα, μια αγωνία γι’ αυτό που πρόκειται να γίνει. Για κάποιους από τους θεατές όμως υπάρχει κι ο χαβαλές, η αμφισβήτηση, η δυσπιστία κι οι εξυπνάδες.
Δε δίνω σημασία. Ξαφνικά, έτσι απλά, χωρίς καμία άλλη προετοιμασία ο πρώτος αναστενάρης πατά στα κάρβουνα. Δε βιάζεται, δεν προσπαθεί να τα αποφύγει, δεν αλλάζει το βηματισμό του. Συνεχίζει το ρυθμικό χορό του πάνω στα καυτά κάρβουνα.
Ακολουθούν και οι υπόλοιποι, άνθρωποι διαφόρων ηλικιών. Άλλοι διασχίζουν τρέχοντας τα κάρβουνα, άλλοι χορεύουν κυκλικά και κάποιος πατά στα κάρβουνα χωρίς να χορεύει –μόνο περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του.
Έχουμε μείνει άφωνοι. Δε σκεφτόμαστε, δεν αναρωτιόμαστε, δεν προσπαθούμε να καταλάβουμε. Μας φτάνει να βλέπουμε, να ακούμε και να νιώθουμε.
Σε λίγα λεπτά τα πόδια των αναστενάρηδων έχουν σβήσει και τα τελευταία κάρβουνα. Σχηματίζουν έναν κύκλο γύρω από τα σβησμένα κάρβουνα και χορεύουν, κρατώντας πάντα μπροστά την εικόνα.
Κι έπειτα φεύγουν, έτσι όπως ήρθαν. Σε μια πειθαρχημένη πομπή, με τις λύρες να συνεχίζουν το μονότονο ρυθμό τους και τα τύμπανα να χτυπούν δυνατά –σχεδόν άγρια.
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά …Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου …
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου