... Ποιος πάει χειμωνιάτικα στο Μεσολόγγι; Εγώ και κάτι ξέμπαρκα φλαμίνγκο.
Και γιατί όχι; Δεν υπάρχουν σωστές και λάθος εποχές για ταξίδια κι όλοι δικαιούμαστε μια έξοδο - για τα δικά μου γράδα ηρωική. Κι αν δεν ήταν η καλοκαιρινή χολυγουντιανή υπερπαραγωγή, όλα ήταν όμορφα, πρωτόγνωρα και λίγο μελαγχολικά.
Μπορεί να μην περπάτησα την παραλιακή προμενάντ με τους φοίνικες κάτω από τον καυτό ήλιο, φύσαγε κι έβρεχε αδιάκοπα - έβρεχε όλη την Δευτέρα, ποιος ήταν πού 'πλενε την μέρα.
Οι πυραμίδες από αλάτι δεν αντανακλούσαν τον αστραφτερό ήλιο, ούτε όμως και κινδύνευαν να λυώσουν απ' τη βροχή του Νοέμβρη, πηγαινοέρχονταν τα φορτηγά και φόρτωναν αλάτι το ένα πίσω απ' τ' άλλο κι εκείνες ψηλές κι αγέρωχες, μήτε που χλώμιασαν καθόλου.
Αγριεμένη η λιμνοθάλασσα - θά 'χε κι αυτή τους καημούς της. Η Παναγιά της Φοινικιάς κράταγε σφιχτά τα εφτά σπαθιά της, μισόκλειστη ή μισάνοιχτη η πόρτα κι είχε ακόμη ζέστη και λιβάνι το μικρό ξωκλήσι.
Τα φλαμίγκο στην Κλείσοβα - άσπρα τώρα με λίγες ροζ πινελιές κι ένα βαθύ κόκκινο μόνο κάτω από τα φτερά - όργωναν το βυθό με τα ψιλόλιγνα πόδια τους κι έσκυβαν αραιά και πού να τσιμπολογήσουν θαλασσινούς μεζέδες, κλειστό το φυσικό τσιπουράδικο χειμώνα καιρό.
Κλειστό και το Ξενοκράτειο, κλειστό το Μουσείο Άλατος, κλειστή κι η Διέξοδος, λάθος μέρα διάλεξα, ο Κήπος των Ηρώων πάντα ανοιχτός και ολοπράσινος, κι η Ελευθερία αγριεμένη μπροστά με τη χατζάρα, έχει κι αρετή και τόλμη.
Κι η πόλη, όπως όλες, δρόμοι με λακούβες, μαγαζιά κλειστά από καιρό κι άλλα μοντέρνα στους πεζόδρομους, μια μικρή λαϊκή - ευκαιρία να δοκιμάσω τα πρώτα φετινά μανταρίνια και να πάρω ντόπιο ρύζι, παντού πορτραίτα των μυστακοφόρων φουστανελοφόρων ηρώων, το Μεσολόγγι by locals να κρατάει τα μπόσικα της προβολής της πόλης, ψαράδικα σε κάθε γωνιά κι άπειρα ποδήλατα παντού.
Σε κάθε πόλη που πάω για πρώτη φορά αφήνομαι να με πάει εκείνη. Παίρνω τον πιο φαρδύ δρόμο, στρίβω σε κάθε πεζόδρομο, βάζω σημάδια ταμπέλες και μαγαζιά γιατί είναι βαριά τ' άσπρα χαλικάκια εκείνου του μικρούλη και, κυρίως, αφήνομαι να με τραβάει απ' τη μύτη. Έτσι βρήκα το εστιατόριο-ψησταριά του Μελαχρή, εκεί θα έτρωγαν τα συνεργεία μαγειρευτά του παλιού καιρού και κρέατα απ' τις σούβλες. Κι απ' το χρώμα της πρόσοψης το αστραφτερό ζαχαροπλαστείο του Λύρου.
Πιο πολύ όμως χάρηκα που βρήκα σ' ένα στενάκι το φούρνο της Αντωνίας. Κατεβαίνεις δυο σκαλάκια κι είσαι σαν μέσα σε ελληνική ταινία. Μόνη της κρατάει ένα ολόκληρο μαγαζί η αεικίνητη κυρία Αντωνία, παλεύει με τα θηρία και τις δυσκολίες αλλά δεν το βάζει κάτω. Είχε μεσολογγίτικο λαδορεβανί και το δικό της τυρόψωμο, κουλουράκια πορτοκαλιού κι άλλα με κανέλλα, σουσαμένια και με ταχίνι, τυρόπιτες, φρέσκους κουραμπιέδες, ψωμιά, ψωμάκια και μελομακάρονα, μηλόπιτα κέικ - τίποτα δεν μπορούσα να φάω κι απ' όλα αγόρασα.
Είμαστε εμείς οι τυχεροί της ατυχίας
χρυσάφι πιάνουμε και πέτρα γίνεται
Μα δε φοβόμαστε κι ονειρευόμαστε
γιατί ελπίζουμε στο φως της ευτυχίας.