… ημείς γράφομεν; Όχι, ο Πλίνιος ήταν μοναδικός και δεν αποτελεί το πρότυπό μου.
Χρειάστηκε να περάσουν τρεις μέρες, να κατακάτσει ο κουρνιαχτός να μετρηθεί τ’ ασκέρι, να σβήσουν και οι τελευταίες μικροεστίες, να πάψει ο αέρας να φέρνει στάχτες κι αποκαΐδια, να βεβαιωθούμε ότι ο εφιάλτης πέρασε. Μόνο τότε σταμάτησαν τα χέρια να τρέμουν και μπόρεσαν να πληκτρολογήσουν ξανά.
Σ’ ένα χωριουδάκι πολλά χιλιόμετρα μακριά κάποιος αποφασίζει να κάψει αγριόχορτα. Ο καύσωνας καλά κρατεί κι ο δυνατός λίβας σαρώνει την περιοχή. Μετά από ώρες ακούς από κάπου μακριά σειρήνες – κάποιο τροχαίο θά ’γινε πάλι και περνάνε ασθενοφόρα. Ο αέρας αρχίζει να φέρνει μυρωδιά καμμένου – κάπου θά ’πιασε φωτιά.
Και ξαφνικά βλέπεις φλόγες τεράστιες να ξεπροβάλλουν απ’ τον κοντινό λόφο κι ακούς το απειλητικό τρίξιμο όλο και πιο κοντά. Οι σειρήνες όλο και πλησιάζουν, ο κόσμος αλαφιασμένος βγαίνει σε δρόμους κι αυλές, ο κίνδυνος είναι πια κάτι παραπάνω από άμεσος, τα πρώτα κοντινά δέντρα έχουν ήδη λαμπαδιάσει.
Μένεις στο μπαλκόνι να παρακολουθείς παραλυμένος τη φωτιά να φτάνει, καλπάζοντας, όλο και πιο κοντά. Αεροπλάνα κι ελικόπτερα πετούν πάνω από το κεφάλι σου, αγγίζουν σχεδόν τη σκεπή σου, ο καπνός σε πνίγει, ασύρματοι που βουίζουν, παιδιά που ουρλιάζουν, άνθρωποι που λιποθυμούν, φωνές, κλάμματα, πανικός.
“Βάλε δυο πράγματα σ’ ένα σάκο. Η αστυνομία λέει να πάρουμε τ’ αυτοκίνητα γιατί θα εγκλωβιστούμε”. Ποια δυο πράγματα; Τα πρώτα παπουτσάκια της μικρής, το νυφικό μου απ’ τη ντουλάπα, δυο αλλαξιές για τον καθένα ή τη σακούλα με τα μουστοκούλουρα; Πορτοφόλι, κινητό, βιβλιάριο και φαρμακείο;
“Τι μαρμάρωσες με το αρκουδάκι στα χέρια; Καιγόμαστε”. Το ξέρω, το βλέπω. Κι ας θέλω να βουλώσω τ’ αυτιά, να κλείσω τα μάτια που τσούζουν διαολεμένα και να κάνω ότι δεν τρέχει τίποτα…
Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011
Των οικιών ημών εμπιπραμένων …
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου