… Το μόνον της ζωής μου ταξείδιον, υπερατλαντικό εννοώ, ήταν στον Καναδά. Χώρα αχανή, επίπεδη σαν την Ελβετία του Οβελίξ, οργανωμένη, τακτική και ήσυχη. Σχεδόν βαρετή.
Με τα τεράστια μουσεία της που φιλοξενούσαν ευρήματα απ’ όλον τον κόσμο μια και η χώρα, καινούρια σχετικά και με σύντομη ιστορία, είχε να εκθέσει -σχεδόν αποκλειστικά- βαλσαμωμένα ζώα, ορυκτά, και ινδιάνικα τοτέμ. Με τις πινακοθήκες της γεμάτες έργα ξακουστών ζωγράφων, τα καλοδιατηρημένα κτίρια της, τα εμπορικά της κέντρα με τον κόσμο να σεργιανίζει ακατάπαυστα –τι άλλο να κάνεις μέσα στο ψοφόκρυο έτσι κι αλλιώς- όλα καλά, ήσυχα και τακτοποιημένα. Και τόσο διαφορετικά από την ολοζώντανη, φασαριόζα και όπως λάχει εμείς οι Βλάχοι Ελλάδα.
Με τα τεράστια μουσεία της που φιλοξενούσαν ευρήματα απ’ όλον τον κόσμο μια και η χώρα, καινούρια σχετικά και με σύντομη ιστορία, είχε να εκθέσει -σχεδόν αποκλειστικά- βαλσαμωμένα ζώα, ορυκτά, και ινδιάνικα τοτέμ. Με τις πινακοθήκες της γεμάτες έργα ξακουστών ζωγράφων, τα καλοδιατηρημένα κτίρια της, τα εμπορικά της κέντρα με τον κόσμο να σεργιανίζει ακατάπαυστα –τι άλλο να κάνεις μέσα στο ψοφόκρυο έτσι κι αλλιώς- όλα καλά, ήσυχα και τακτοποιημένα. Και τόσο διαφορετικά από την ολοζώντανη, φασαριόζα και όπως λάχει εμείς οι Βλάχοι Ελλάδα.
Με άπειρες προτάσεις φαγητού και κουζίνας απ’ όλον τον κόσμο, με προϊόντα που έφταναν από κάθε γωνιά της Αμερικής και του κόσμου ολόκληρου, φρούτα, ψάρια και θαλασσινά όλων των ειδών και εποχών κάθε στιγμή διαθέσιμα, ό,τι πετάει κι ό,τι κολυμπάει να περιμένει υπομονετικά τον καταναλωτή.
Τέσσερα πράγματα με ξετρέλλαναν:
Τα κινέζικα εστιατόρια στα οποία πλήρωνες την προκαθορισμένη τιμή του μπουφέ
και μπορούσες να φας μέχρι τα μάτια σου να γίνουν σχιστά και τα μαλλιά σου να πλεχτούν σε μαύρες γυαλιστερές κοτσίδες,
τα άφθονα blueberries
που τρύπωναν σε κέικ, μάφιν, τάρτες, παγωτά, μαρμελάδες, πίτες και πάει λέγοντας,
το αρωματικότατο maple syrup –το σιρόπι από σφένδαμνο, το δέντρο με το χαρακτηριστικό κόκκινο φύλλο που κοσμεί και τη σημαία τους,
Τα κινέζικα εστιατόρια στα οποία πλήρωνες την προκαθορισμένη τιμή του μπουφέ
και μπορούσες να φας μέχρι τα μάτια σου να γίνουν σχιστά και τα μαλλιά σου να πλεχτούν σε μαύρες γυαλιστερές κοτσίδες,
τα άφθονα blueberries
που τρύπωναν σε κέικ, μάφιν, τάρτες, παγωτά, μαρμελάδες, πίτες και πάει λέγοντας,
το αρωματικότατο maple syrup –το σιρόπι από σφένδαμνο, το δέντρο με το χαρακτηριστικό κόκκινο φύλλο που κοσμεί και τη σημαία τους,
και το coleslaw, μια απλή αλλά εξαιρετικά νόστιμη λαχανοσαλάτα, που όλοι αγόραζαν σε κουβάδες του κιλού από τα σούπερ μάρκετ.
Την απλούστερη εκδοχή της φτιάχνουμε εμείς, αυτή που σερβίρουν και τα KFC, με το λάχανο πολύ ψιλοκομμένο, λίγη πράσινη πιπεριά και μια σως μαγιονέζας …
Coleslaw
υλικά:
μισό λάχανο
1 πράσινη πιπεριά ψιλοκομμένη
1 φλυτζάνι μαγιονέζα
3 κουταλιές αρωματικό ξύδι
1/2 κουταλάκι ζάχαρη
αλάτι, πιπέρι
Το βάζουμε για μία ώρα σε κρύο νερό με 1-2 κουταλιές αλάτι.
Το στραγγίζουμε και το στεγνώνουμε με πετσέτα κουζίνας ή απορροφητικό χαρτί.
Προσθέτουμε και την πιπεριά.
Αναμειγνύουμε τη μαγιονέζα με το ξύδι και τη ζάχαρη, την προσθέτουμε στο λάχανο, αλατοπιπερώνουμε και ανακατεύουμε καλά.
Αναμειγνύουμε τη μαγιονέζα με το ξύδι και τη ζάχαρη, την προσθέτουμε στο λάχανο, αλατοπιπερώνουμε και ανακατεύουμε καλά.
Το coleslaw συνοδεύει ιδανικά τα ψητά κρέατα και δροσίζει ευχάριστα ένα hot-dog, αντικαθιστώντας το κλασικό relish (ψιλοκομμένα τουρσάκια με γλυκόξινο ντρέσσινγκ).
Υπάρχουν δεκάδες παραλλαγές του από τις οποίες οι συνηθέστερες περιέχουν και τριμμένο καρότο, ενώ άλλες αντικαθιστούν τη μισή μαγιονέζα με γιαούρτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου