... Φίλος έδωσε σε φίλο τριαντάφυλλο με φύλλο. Πφφφφφ, σιγά τον πολυέλαιο. Εμένα η υπέροχη φίλη μου μάζεψε κληματόφυλλα, ένα-ένα προσεκτικά. Κι ύστερα έφτιαξε γέμιση ειδικά για τις πολυδαίδαλες διατροφικές μου ιδιαιτερότητες. Κι ύστερα τα τύλιξε ένα-ένα με μαεστρία, σα γιαπωνέζος μαιτρ του σούσι, ούτε πολύ σφιχτά, ούτε πολύ χαλαρά, ούτε πολύ μεγάλα, ούτε πολύ μικρά.
Κι ύστερα μου τα έδωσε με αγάπη, φροντίδα και συμβουλές για το μαγείρεμα. Κι εγώ όλες τις ακολούθησα. Και τα αμπελόφυλλα έστρωσα κάτω-κάτω, και τα ντολμαδάκια αράδιασα προσεκτικά και κολλητά το ένα με το άλλο - με κίνδυνο να πιάσουνε κορέους- και τα σκέπασα με ένα βαθύ πιάτο κορώνα στο κεφάλι τους και έριξα ζεστό ζωμό να τα σκεπάσει (και λάδι ελάχιστο, όχι από τσιγκουνιά).
Κι ύστερα καπάκωσα την κατσαρόλα, κι όταν πήρε βράση χαμήλωσα το μάτι και τα άφησα να βράσουν ήσυχα-ήσυχα για σαράντα λεπτά περίπου, να πιούνε το ζωμό να ξεδιψάσουν και να φουσκώσουν χωρίς να σκάσουν.
Κι ύστερα τα έβαλα σε ένα πιατάκι και κάλεσα τους φωτογράφους και τα περιοδικά. Τα είδαν τα ΖΑΝΑΕ και μαράθηκαν από τη στεναχώρια τους, τα είδε κι ο βασιλιάς της Ντολμανδίας κι άφησε κάτω το στέμμα του.
Κι ύστερα τα έφαγα κι ένιωσα πολύ-πολύ καλύτερα. Τάδε Έφη Helena.